- φιλακροάμων
- φιλ-ακροάμων, ονος, die Ergötzung des Ohres, Musik, Redekunst, Dichtkunst liebend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φιλακροάμων — ον, ΜΑ φιλακροατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀκροάομαι, ῶμαι «ακούω» + κατάλ. μων (πρβλ. νοή μων)] … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
ԼՍԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 1 0905 Chronological Sequence: 7c, 8c ա. φιλακρόαμων qui acromatis delectatur. որ սիրէ լսել բանս կարեւորս. բանասէր ուսումնասէր. *ասասցէ ոք ʼի հարցասիրաց եւ ʼի լսասիրաց. Յհ. իմ. ատ.: *Նախ զայս գիտասցես քաջդ բանասիրաց, եւ լսասէր.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)